- ἐνείλλοντες
- ἐνείλλωwrap up inpres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενείλλω — ἐνείλλω (Α) περιπλέκω («οἱ δέ Πελοποννήσιοι ἐν ταρσοῑς καλάμου πηλὸν ἐνείλλοντες», Θουκ.) … Dictionary of Greek